- κοιλιολυσία
- κοιλιο-λῠσία, ἡ, ([etym.] λύω)A looseness of the bowels, περὶ κοιλιολυσίαν γίνεσθαι to take laxative medicine, Cic.Att.10.13.1, cf. Sor.1.46, AB323.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιλιολυσίᾳ — κοιλιολυσίᾱͅ , κοιλιολυσία looseness of the bowels fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιολυσία — κοιλιολυσία, ἡ (Α) [κοιλιολυτώ] η λύση τής κοιλιάς, τών εντέρων, η διάρροια … Dictionary of Greek
κοιλιολυσίαν — κοιλιολυσίᾱν , κοιλιολυσία looseness of the bowels fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek